ελαΐνη

ελαΐνη
η
λιπαρό οξύ που παράγεται με τη διάσπαση φυσικών ελαίων και λιπών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ελαΐνη — Ελαϊκός εστέρας της γλυκερίνης, συνηθέστερα ο τριελαϊκός εστέρας ή τριελαΐνη. Η τριελαΐνη είναι υγρό ελάχιστα διαλυτό στην αλκοόλη και ευδιάλυτο στον αιθέρα, στο βενζόλιο κ.ά. Αποτελεί ένα από τα συστατικά των λιπαρών υλών, βρίσκεται κυρίως στο… …   Dictionary of Greek

  • ελαϊδίνη — Οργανική ένωση, ισομερής προς την ελαΐνη. Παρασκευάζεται με επίδραση στην ελαΐνη νιτρώδους οξέος, τήκεται στους 36°C και, αν σαπωνοποιηθεί από αλκάλια, δίνει ελαϊδινικό οξύ και γλυκερίνη. * * * η χημική ένωση ισομερής με την ελαΐνη …   Dictionary of Greek

  • ελάινος — η, ο (AM ἐλάϊνος, η, ον) 1. αυτός που προέρχεται από ελιά 2. το θηλ. ως ουσ. η ελαΐνη ο ελαϊκός εστέρας τής γλυκερίνης αρχ. 1. ελαΐνεος 2. αυτός που ανήκει στο δέντρο ελιά 3. ο κατασκευασμένος από ξύλο ή κλαδιά ελιάς, ελίσιος 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • μετουσιωτικά — Ουσίες που προκαλούν τη μετουσίωση (βλ. λ.) των πρωτεϊνών και άλλων βιολογικών πολυμερών. Μ. ονομάζονται, επίσης, οι ουσίες που προστίθενται σε μερικά φυσικά ή συνθετικά προϊόντα για να εμποδιστεί η χρήση τους, σε τομείς διαφορετικούς από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”